αδείλιαστος

αδείλιαστος
-η, -ο
άφοβος: Στάθηκε αδείλιαστος μπροστά στους ανακριτές του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αδείλιαστος — η, ο [δειλιάζω] αυτός που δεν δειλιάζει ή δεν δείλιασε, άφοβος, απτόητος, τολμηρός …   Dictionary of Greek

  • άδειμος — ἄδειμος, ον (Α) [δεῑμα] άφοβος, αδείλιαστος …   Dictionary of Greek

  • αδειλίατος — ἀδειλίατος, ον (Α) [δειλιῶ] ο άφοβος, ο αδείλιαστος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”